πολυπλασιασμός

πολυπλασιασμός
πολυπλασιασμός
multiplication
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυπλασιασμός — ὁ, Α [πολυπλασιάζω] 1. πολλαπλασιασμός 2. σχηματισμός στρατιωτικής παράταξης εις βάθος …   Dictionary of Greek

  • πολυπλασιασμοῖς — πολυπλασιασμός multiplication masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλασιασμοί — πολυπλασιασμός multiplication masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλασιασμοῦ — πολυπλασιασμός multiplication masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλασιασμούς — πολυπλασιασμός multiplication masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλασιασμῶν — πολυπλασιασμός multiplication masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλασιασμῷ — πολυπλασιασμός multiplication masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλασιασμόν — πολυπλασιασμός multiplication masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱԶՄԱՊԱՏԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 414 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c, 11c գ. πολυπλασιασμός multiplicatio Բազմապատիկն գոլ կամ բազմապատիկն առնել որ է եւ օրինակաւ. *Զմիեղէն նորա բազմապատկութիւնʼʼ. այսինքն զօրութեամբ բազմապատիկն լինել. Դիոն. ածայ.: Կամ Յաւելուած.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”